μαλλιοτραβώ

μαλλιοτραβώ
και μαλλοτραβῶ, -άω
1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί»)
2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και -ιούμαι
σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • μαλλοτραβώ — βλ. μαλλιοτραβώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”